- ἱεροταμιεύω
- ἱερο-τᾰμιεύω,A to be temple-treasurer, SIG804.16 (Cos, i A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιεροταμιεύω — ἱεροταμιεύω (Α) [ιεροταμίας] (επιγρ. και πάπ.) είμαι ιεροταμίας*, εκτελώ καθήκοντα ιεροταμία … Dictionary of Greek